- στήλη
- Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος.
Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της Μεσοποταμίας, που χρονολογούνται από την 3η π.Χ. χιλιετία και οι μεγάλες διαστάσεις τους αποβλέπουν στην έξαρση της δύναμης του βασιλιά. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίζονται και στην Αίγυπτο αλλά με νεκρικό προορισμό.
Στον ελληνικό κόσμο οι επιτύμβιες σ. πρωτοπαρουσιάζονται στις Μυκήνες τον 16o-15o αι. π.Χ. ως ένδειξη τάφου, με συμβολικές και διακοσμητικές παραστάσεις και εικόνες. Στην Αττική τον 6o αι. π.Χ. αποτελούν τη βάση για γλυπτικά έργα και έπειτα παίρνουν τη μορφή επιπέδου για ανάγλυφα που παρίσταναν το νεκρό, χωρίς καμιά όμως τάση προς την προσωπογραφία. Στην ελληνιστική εποχή η σ. αποκτά όλο και περισσότερο αρχιτεκτονικό χαρακτήρα.
Οι στήλες της ρωμαϊκής εποχής είναι περισσότερο διαδομένες στις επαρχίες παρά στη Ρώμη και παριστάνουν, συχνά με έντονη λαϊκή τέχνη, σκηνές από τη ζωή του νεκρού, ενώ άλλες παρουσιάζουν ατομικές ή γενικές προσωπογραφίες, που θυμίζουν στην αρχιτεκτονική δομή τους τα ελληνικά πρότυπα. Τέλος, οι πρωτοχριστιανικές έχουν μικρές διαστάσεις, ελάχιστες παραστάσεις και γενικά συμβολίζουν τη νέα θρησκεία με χαμηλά ανάγλυφα ή απλά χαράγματα.
Επιτύμβια αιγυπτιακή στήλη της εποχής του Μέσου Βασιλείου (2070-1570 π.Χ.) (Αιγυπτιακό Μουσείο, Τορίνο).
Ανάγλυφη ανθρωπόμορφη στήλη, στον οικισμό Σουφλί Μαγούλα στη Λάρισα, της 3ης χιλιετίας π.Χ. (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η, ΝΜΑ, και μτγν. τ. στήλλη και δωρ. τ. στάλα και αιολ. τ. στάλλα Α1. (γενικά) μεγάλη σε μέγεθος επιμήκης πέτρα ή λίθινη πλάκα τοποθετημένη κατακόρυφα για σήμανση, ως μνημείο ή για διακοσμητικούς σκοπούς2. (ειδικά) μαρμάρινη επιμήκης πλάκα, δουλεμένη καλλιτεχνικά, πάνω στην οποία, ιδίως κατά την αρχαιότητα, αναγραφόταν το όνομα νεκρού (α. «επιτύμβια στήλη» β. «τύμβον χεύαντες καὶ ἐπὶ στήλην ἐρύσαντες», Ομ. Οδ.)3. (κατά την αρχαιότητα) λίθινη, και σπανιότερα ξύλινη ή χάλκινη, επιμήκης και ορθογώνια πλάκα, στημένη σε δημόσιο χώρο, πάνω στην οποία αναγράφονταν εξιστορήσεις μαχών, αφιερώσεις, ευχαριστίες, συνθήκες, ψηφίσματα, νόμοι, αποφάσεις ή τα ονόματα τών καταδικασμένων σε διάφορες δίκες («τάς... ξυνθήκας... ἀναγράψας ἐν στήλη λιθίνῃ», Θουκ.)4. αντικείμενο σε κατακόρυφη και ακίνητη στάση (α. «στήλη πάγου» β. «καὶ ἐπέβλεψεν ἡ γυνὴ αὐτοῡ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο στήλη ἁλός», ΠΔ)5. φρ. «Ηράκλειαι στήλαι» — βλ. ηράκλειοςνεοελλ.1. σωρός ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων το ένα πάνω στο άλλο, στοίβα (α. «στήλη βιβλίων» β. «στήλη τούβλων»)2. (καταχρ.) στύλος, κίονας, κολόνα («οι στήλες τού Ολυμπίου Διός»)3. (τυπογρ.) α) καθένα από τα τμήματα στα οποία διαιρείται κατακόρυφα το περιεχόμενο σελίδας εντύπου και ιδίως εφημερίδας ή περιοδικού με ή χωρίς γραμμέςβ) συνεκδ. τμήμα φύλλου εφημερίδας ή περιοδικού προορισμένο για ειδικά θέματα (α. «στήλη χρονογραφήματος» β. «οικονομική στήλη»)4. ναυτ. σχηματισμός πολεμικών πλοίων τοποθετημένων σε μια γραμμή και σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις5. βοτ. η κεντρική περιοχή τών βλαστών και τών ριζών τών τραχεοφύτων η οποία έχει μορφή κυλίνδρου και περιλαμβάνει τον αγωγό ιστό και το περικύκλιο, αλλ. κεντρικός κύλινδρος6. φρ. α) «αναθηματικές στήλες»αρχαιολ. στήλες ανάθεσης με ανάγλυφες συνθέσεις που σχετίζονταν με τον τόπο τής ανάθεσης ή με τον σκοπό τού αναθέτηβ) «ψηφισματικές στήλες»αρχαιολ. στήλες που έφεραν την αναγραφή ενός ψηφίσματος τής πόλης με σκοπό το τελευταίο να γίνει γνωστό ή να τεθεί υπό το κύρος και την προστασία τών θεών, ανάλογα με τον τόπο όπου τίς έστηνανγ) «τιμητικές ψηφισματικές στήλες»αρχαιολ. ψηφισματικές στήλες που δήλωναν την απόδοση τιμών σε κάποιον πολίτηδ) «σπονδυλική στήλη» — βλ. σπονδυλικόςε) «ηλεκτρική στήλη»(ηλεκτρολ.) συσκευή αποτελούμενη από πολλά ηλεκτρικά στοιχεία συνδεδεμένα κατά σειρά, με σκοπό την άθροιση τής ηλεκτρεγερτικής τους δύναμηςστ) «ατομική στήλη»(πυρην. φυσ.) παλαιότερη ονομασία για τον πρώτο πυρηνικό αντιδραστήρα που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ το 1942 και ο οποίος ονομάστηκε έτσι επειδή κατασκευάστηκε από στρώματα γραφίτη που εναλλάσσονταν με στρώματα μίγματος γραφίτη και ουρανίουζ) «στήλη ιστού»ναυτ. το κατώτερο τμήμα τού ιστού τών πλοίων το οποίο στηριζόμενο στην τρόπιδα με την ιστοδόκη διαπερνά, κατακόρυφα, ή και με ελαφρά κλίση, τα καταστρώματα και υψώνεται σε αρκετό ύψος πάνω από το ανώτερο κατάστρωμα μέχρι το θωράκιο, όπου και συνδέεται με το επιστήλιοη) «χρωματογραφία στήλης»(στην αναλυτική χημεία) μέθοδος διαχωρισμού μιγμάτων η οποία βασίζεται στον διαφορετικό βαθμό ρόφησης και εκρόφησης τών συστατικών τού μίγματος από ένα κατάλληλο ροφητικό μέσονθ) «στήλη άλατος»μτφ. ακίνητος, κατάπληκτος άνθρωποςμσν.1. ανδριάντας, άγαλμα2. μτφ. όγκος, μέγεθος («στήλην κακίας τοῡ δεινοῡ Ἡρώδου πάντες ἐκμυκτηρίσαντες», Μηναί.)αρχ.1. ογκόλιθος που χρησίμευε ως στήριγμα ή αντηρίδα τοίχου2. ογκόλιθος από κρυσταλλικό υλικό στο οποίο οι Αιγύπτιοι, αφού τού προσέδιδαν κοίλο σχήμα, έθαβαν τους νεκρούς που είχαν ταριχεύσει3. λίθος ή και ξύλο μεγάλων διαστάσεων που χρησίμευε ως βάθρο, βάση4. συμφωνία, συμβόλαιο γραμμένο σε κατακόρυφη πλάκα («κατὰ τὰς στήλας ἃς οὗτος ἀνέγραψε»Λυσ.)5. λίθινη πλάκα τριγωνικού συνήθως σχήματος την οποία τοποθετούσαν ή εντείχιζαν σε υποθηκευμένα ακίνητα6. ανάλογο αντικείμενο χρήσιμο ως οροθέσιο, ορόσημο («οἱ κατὰ ταῡτα οἰκοῡντες στήλας ὁρισάμενοι τὰ καθ' αὑτοὺς ἐκπίπτοντα ἕκαστοι λῄζονται», Ξεν.)7. καθένα από τα τέρματα σταδίου ή ιπποδρόμου («ἁρματηλοῡντα δεῑ ἐγγὺς μὲν τῆς στήλης κάμψαι», Ξεν.)8. φρ. «στῆλαι Διονύσου»(ως γεωγρ. όν.) όρη στην Ινδία με τα οποία σημειώνονται τα όρια περιηγήσεως τού Διονύσου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στήλη έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στăλ- τής ρίζας τού ρ. στέλλω* (πρβλ. στάλ-σις, στάλ-ιξ*) με επίθημα -νᾱ (πρβλ. ποι-νή). Ο αττ. τ. στήλη και ο δωρ. στᾱλᾱ προήλθαν, επομένως, από τ. *στăλ-να με σίγηση τού -νκαι αντέκταση, ενώ στον αιολ. τ. στάλλᾱ σημειώθηκε αφομοίωση τού έρρινου -νπρος το υγρό -λ-. Η άποψη ότι η λ. στήλη προήλθε από τ. *στα-σλᾱ (για το επίθημα πρβλ. λατ. scala < *scand-s-la) και ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- τού ἵστημι* δεν θεωρείται εξίσου πιθανή. Η λ., τέλος, αντιστοιχεί με το αρχ. άνω γερμ. stollo «στήριγμα, στύλος» (πρβλ. νεώτ. γερμ. Stollen «στοά»).ΠΑΡ. στηλίδα(-ίς), στηλίδιο(ν), στηλίτης, στηλώ(-νω)αρχ.στηλίον, στηλύδριον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. στηλοειδής, στηλοκόπας, στηλοκοπώ, στηλούχοςαρχ.-μσν.στηλογραφώμσν.στηλοβάτηςνεοελλ.στηλόκρανο. (Β' συνθετικό) αρχ. άστηλοςνεοελλ.δίστηλος, εξάστηλος, μονόστηλος, οκτάστηλος, ολιγόστηλος, πολύστηλος, τετράστηλος, τρίστηλος].
Dictionary of Greek. 2013.